Ἦταν τόση ἡ προθυμία, μέ τήν ὁποία ἔδιναν (ὅσοι εἶχαν περιουσίες), ὥστε δέν ὑπῆρχε οὔτε ἕνας φτωχός [στήν πρώτη χριστιανική κοινότητα τῶν Ἱεροσολύμων] Δέν ἔδιναν δηλαδή ἕνα μέρος μόνο ἀπό τήν περιουσία τους, κρατώντας τήν ὑπόλοιπη γιά τόν ἑαυτό τους, οὔτε τά ἔδιναν μέν ὅλα, ἀλλά μέ τό αἴσθημα πώς ἦταν δικά τους καί τά χάριζαν. Τήν ἀνωμαλία τῆς ἄνισης κατανομῆς τῶν ἀγαθῶν [πού συμβαίνει στίς κοινωνίες] τήν εἶχαν ἐξαφανίσει ἀπό ἀνάμεσά τους καί ζοῦσαν μέ μεγάλη ἀφθονία ἀγαθῶν. (…) Οὔτε τολμοῦσαν δηλαδή νά δίνουν οἱ ἴδιοι ἀπευθείας στά χέρια τῶν φτωχῶν, οὔτε ἔνιωθαν ὑπερήφανοι πού ἔδιναν, ἀλλά ἔφερναν [τά χρήματα πού εἰσέπρατταν ἀπό τήν πώληση τῶν περιουσιῶν τούς] μπροστά στά πόδια [τῶν Ἀποστόλων] καί αὐτούς τούς ἄφηναν νά τά διαχειρισθοῦν καί τούς καθιστοῦσαν ἀπόλυτους κύριους, ὥστε ἡ κατανάλωση νά γίνεται ἀπό ἀγαθά, πού ἀνῆκαν πιά σ’ ὁλόκληρη τήν κοινότητα κι ὄχι ἀπό δικά τους. Αὐτός ὁ τρόπος ἐκτός τῶν ἄλλων τούς βοηθοῦσε καί στό νά μήν ὑπερηφανεύονται.
Ἄν καί σήμερα γινόταν τό ἴδιο, θά ζούσαμε πιό εὐτυχισμένοι καί οἱ πλούσιοι καί οἱ φτωχοί. […] εἶναι ἀπό μόνο του φανερό, προπαντός ὅμως ἀπό ὅσα συνέβησαν τότε, πώς διαθέτοντας οἱ πλούσιοι τίς περιουσίες τους, ὄχι μόνο δέν φτώχυναν, ἀλλά καί τούς φτωχούς τους ἔκαμαν πλούσιους.

Η ΕΛΕΗΜΟΣΥΝΗ ΣΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΥΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥΣ ΧΡΟΝΟΥΣ.